- ἐξάγιστοι
- ἐξάγιστοςdevoted to evilmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξάγιστος — ἐξάγιστος, ον (Α) 1. (για πρόσ. και άψυχα) επάρατος, καταραμένος, πονηρός, αχρείος («καὶ τὸν λιμένα τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον», Αισχίν.) 2. (για πράγμ.) μολυσμένος, ακάθαρτος («ἀσκοὶ ἐξάγιστοι», επιγρ.) 3. αυτός που αναφέρεται στη θρησκεία («ἅ δ … Dictionary of Greek